ταπεινοφρονώ

ταπεινοφρονώ
ταπεινοφρονῶ, -έω, ΝΑ [ταπεινόφρων, -ονος]
είμαι ταπεινόφρονας, μετριόφρονας
αρχ.
είμαι άθυμος, κακόκεφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταπεινοφρονῶ — ταπεινοφρονέω to be lowly in mind pres subj act 1st sg (attic epic doric) ταπεινοφρονέω to be lowly in mind pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοφρονώ — (ΑΜ μετριοφρονῶ, έω) [μετριόφρων] είμαι μετριόφρων, ταπεινοφρονώ …   Dictionary of Greek

  • ταπεινοφρόνημα — τὸ, Μ [ταπεινοφρονῶ] 1. ενέργεια με την οποία επιχειρείται ή διενεργείται η ταπείνωση κάποιου 2. ταπεινότητα ψυχής, ποταπότητα …   Dictionary of Greek

  • ταπεινοφρόνησις — ήσεως, ἡ, Α [ταπεινοφρονώ] ταπεινοφροσύνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”